- διφρηλάτου
- διφρήλατοςcar-bornemasc/fem/neut gen sgδιφρηλάτηςcharioteermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσολαβής — μεσολαβής, ές (Α) αυτός τον οποίο πιάνει ή κρατά κανείς από τη μέση («ὄνειδος... ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου μεσολαβεῑ κέντρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. λαβή, ἔ λαβ ον), πρβλ. ευ λαβής] … Dictionary of Greek