διφρηλάτου

διφρηλάτου
διφρήλατος
car-borne
masc/fem/neut gen sg
διφρηλάτης
charioteer
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσολαβής — μεσολαβής, ές (Α) αυτός τον οποίο πιάνει ή κρατά κανείς από τη μέση («ὄνειδος... ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου μεσολαβεῑ κέντρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. λαβή, ἔ λαβ ον), πρβλ. ευ λαβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”